φιλόχριστος

φιλόχριστος
-η, -ο / φιλόχριστος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τον Χριστό, ευσεβής χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Χριστός (πρβλ. ἀντί-χριστος, ψευδό-χριστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόχριστος — loving Christ masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχριστος — η, ο αυτός που αγαπάει το Χριστό, ευσεβής χριστιανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοχριστότερον — φιλόχριστος loving Christ adverbial comp φιλόχριστος loving Christ masc acc comp sg φιλόχριστος loving Christ neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστως — φιλόχριστος loving Christ adverbial φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχριστον — φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc sg φιλόχριστος loving Christ neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχριστότατε — φιλόχριστος loving Christ masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστοιο — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστοις — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστου — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστους — φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”